αποκροτος

αποκροτος
    ἀπόκροτος
    ἀπό-κροτος
    2
    твердый, плотный
    

(γῆ Thuc., Plat.; χωρίον Xen.; ὁπλαί Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αποκροτος" в других словарях:

  • απόκροτος — ἀπόκροτος, ον (Α) [κρότος] 1. (για έδαφος) αυτός που έχει πατηθεί καλά, στερεός 2. σκληρός, τραχύς 3. πείσμων …   Dictionary of Greek

  • ἀπόκροτος — beaten masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκρότως — ἀπόκροτος beaten adverbial ἀπόκροτος beaten masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόκροτον — ἀπόκροτος beaten masc/fem acc sg ἀπόκροτος beaten neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκρότοις — ἀπόκροτος beaten masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκρότου — ἀπόκροτος beaten masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκρότους — ἀπόκροτος beaten masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκρότων — ἀπόκροτος beaten masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκρότῳ — ἀπόκροτος beaten masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόκροτα — ἀπόκροτος beaten neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρότος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 120 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καινουργίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γόρτυνας. II Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάνα και της Ευφήμης, τροφού των… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»